- ἐπίχυτος
- ἐπίχυτοςpoured overmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίχυτος — ἐπίχυτος, ον (Α) 1. αυτός που χύνεται ή έχει χυθεί επάνω σε κάτι 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίχυτος είδος γλυκίσματος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίχυτον είδος αργυρού ή μολύβδινου νομίσματος … Dictionary of Greek
ἐπίχυτον — ἐπίχυτος poured over masc/fem acc sg ἐπίχυτος poured over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχύτους — ἐπίχυτος poured over masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)